- Ὀρέστειος
- Ὀρέστ-ειος, α, ον,A of Orestes,
κακά S.El.1117
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακά S.El.1117
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορέστειος — α, ο (Α ὀρέστειος, α, ον) [Ορέστης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ορέστη, ο σχετικός με τον Ορέστη 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Ορέστεια α) ο σχετικός με τον Ορέστη μύθος β) περιληπτική ονομασία τής μόνης σωζόμενης τριλογίας τού Αισχύλου,… … Dictionary of Greek
Ὀρεστείων — Ὀρέστειος of Orestes fem gen pl Ὀρέστειος of Orestes masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀρέστειον — Ὀρέστειος of Orestes masc acc sg Ὀρέστειος of Orestes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀρεστείῳ — Ὀρέστειος of Orestes masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀρέστειοι — Ὀρέστειος of Orestes masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀρεστεία — Ὀρεστείᾱ , Ὀρέστεια the tale of Orestes fem nom/voc/acc dual Ὀρεστείᾱ , Ὀρέστειος of Orestes fem nom/voc/acc dual Ὀρεστείᾱ , Ὀρέστειος of Orestes fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀρεστείας — Ὀρεστείᾱς , Ὀρέστεια the tale of Orestes fem acc pl Ὀρεστείᾱς , Ὀρέστεια the tale of Orestes fem gen sg (attic doric aeolic) Ὀρεστείᾱς , Ὀρέστειος of Orestes fem acc pl Ὀρεστείᾱς , Ὀρέστειος of Orestes fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ορέστεια — η (Α Ὀρέστεια) βλ. ὀρέστειος … Dictionary of Greek
Ορέστειον — Ὀρέστειον, τὸ (Α) βλ. ὀρέστειος … Dictionary of Greek
Ὀρεστείαν — Ὀρεστείᾱν , Ὀρέστειος of Orestes fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀρεστείᾳ — Ὀρεστείᾱͅ , Ὀρέστεια the tale of Orestes fem dat sg (attic doric aeolic) Ὀρεστείᾱͅ , Ὀρέστειος of Orestes fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)